τμήμα

τμήμα
το / τμῆμα, -ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, -άματος, Α
1. τεμάχιο, κομμάτι
2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.)
3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας επιφάνειας, ενός στερεού ή, γενικά, ενός συνόλου
4. φρ. α) «τμήμα κυκλικό» ή «τμῆμα κύκλου»
μαθημ. το μέρος τής επιφάνειας τού κύκλου που ορίζεται από ένα τόξο τής περιφέρειάς του και τής αντίστοιχης χορδής
β) «τμήμα σφαιρικό» ή «τμῆμα σφαίρας» — το μέρος τής σφαίρας το οποίο αποσπάται από ένα τέμνον επίπεδο ή περιλαμβάνεται μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων
νεοελλ.
1. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας ο οποίος επιτελεί συγκεκριμένο έργο, καθώς και τα γραφεία στα οποία στεγάζεται, αλλ. τομέας (α. «τμήμα εσόδων και εξόδων τής εφορίας» β. «τμήμα καταθέσεων τής τράπεζας»)
2. μουσ. η υποδιαίρεση τής οκτάβας σε έναν αριθμό ίσων μερών κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τον καθορισμό τού ακριβούς λόγου τών συνεχών διαστημάτων τα οποία απαρτίζουν μία κλίμακα, είτε αυτά ονομάζονται μείζονες, ελάσσονες και ελάχιστοι τόνοι, όπως στη βυζαντινή μουσική, είτε απλώς τόνοι και ημιτόνια, όπως στην ευρωπαϊκή
3. φρ. α) «αστυνομικό τμήμα» ή, απλώς, «τμήμα» — αστυνομική υπηρεσία τής οποίας η δικαιοδοσία εκτείνεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή, καθώς και τα γραφεία στα οποία στεγάζεται
β) «εκλογικό τμήμα»
i) περιοχή που αντιστοιχεί σε ορισμένο αριθμό εκλογέων
ii) συνεκδ. ο χώρος όπου διεξάγεται η ψηφοφορία στην περιοχή αυτή κατά τις εκλογές
αρχ.
1. εγκοπή, τραύμα («καὶ εἰ μέγα γε ἤ βαθύ τὸ τμῆμα ἤ ἀλγεινόν», Πλάτ.)
2. αστρολ. διαίρεση μεταξύ δύο ζωδιακών σημείων
3. αστρον. το 1/120 τής διαμέτρου τού κύκλου
4. κεφάλαιο βιβλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- τού τέμνω* (βλ. και λ. τμή-γω) + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τμῆμα — part cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμήμα — το, ατος 1. τεμάχιο, μέρος, κομμάτι. 2. υποδιαίρεση ενός όλου: Τμήμα βιβλίου. 3. κλάδος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας καθώς και τα γραφεία της: Τμήμα δημοσίων σχέσεων. 5. αστυνομικό τμήμα: Τον έχουν στο τμήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηριτική ζώνη ή νηριτικό τμήμα — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου παράλια ζώνη των θαλασσών. Ανήκει στην ευφωτική ζώνη, δηλαδή σε αυτή που δέχεται σημαντικές ποσότητες φωτεινής ενέργειας και γι’ αυτό είναι πλούσια σε φυτικά είδη και, κατά συνέπεια, σε ποικιλία ζώων …   Dictionary of Greek

  • μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λιβυκοβερβερική ομογλωσσία — Τμήμα της χαμιτικής γλωσσικής οικογένειας, μαζί με τις γλωσσικές ομάδες της αρχαίας αιγυπτιακής και της χουσιτικής. Οι χαμιτικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις γλώσσες της σημιτικής ομάδας και θεωρούνται τμήμα μιας… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτήριο — Τμήμα ακτής που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα, σε λίμνη ή σε ποτάμι. Αποτελείται από παλαιά πετρώματα ή από πρόσφατες προσχώσεις. Τα α. που έχουν γίνει από προσχώσεις έχουν χαμηλό ύψος. (Αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που τοποθετούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …   Dictionary of Greek

  • ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”